Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγώ [siγó] Ρ10.11α : 1. (λόγ.) σωπαίνω, δε μιλώ, δεν εκφράζω αυτό που σκέφτομαι ή που αισθάνομαι: Kαι τότε αυτός σίγησε! 2. για κτ. που παράγει ήχο ή θόρυβο, όταν αυτό σταματήσει να λειτουργεί και κατά συνέπεια πάψει ο ήχος ή ο θόρυβος: Σίγησαν οι μηχανές. Σίγησαν τα κανόνια του πολέμου. Nα σιγήσουν οι σάλπιγγες! || (μτφ.): Σίγησαν τα πολιτικά πάθη.

[λόγ. < αρχ. σιγῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες