Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγούρεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγούρεμα το [siγúrema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σιγουρεύω.

[σιγουρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες