Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγοκλαίω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγοκλαίω [siγokléo] Ρ (βλ. και κλαίω) πρτ. σιγόκλαιγα, αόρ. σιγόκλαψα, απαρέμφ. σιγοκλάψει : κλαίω χωρίς λυγμούς, ήσυχα και χαμηλόφωνα.

[σιγο- + κλαίω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες