Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγο
16 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγο- [siγo] : α' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται: 1. σε χαμηλό τόνο, όχι δυνατά: ~κλαίω, ~μιλώ, ~μουρμουρίζω, ~τραγουδώ. || με αργό ρυθ μό: ~βράζω. 2. σιγά σιγά, λίγο λίγο, χωρίς να το καταλάβουμε: ~αλλάζω, ~πίνω· ~βραδιάζει, ~βρέχει.

[μσν. σιγο- θ. του επιρρ. σιγ(ά) -ο- ως α' συνθ.: μσν. σιγο-πατώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγοβράζω [siγovrázo] Ρ2.1α : για κτ. που βράζει σε πολύ χαμηλή φωτιά: Σιγοβράζει το φαΐ. || αφήνω κτ. να σιγοβράσει: Nα το σιγοβράσεις το κρέας για να γίνει νόστιμο.

[σιγο- + βράζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγοβρέχει [siγοvréxi] Ρ3α : για σιγανή βροχή.

[σιγο- + βρέχει]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγοκελάηδημα το [siγοkel(ái)δima] & σιγοκελάηδισμα το [siγοkel(ái)δi zma] Ο49 : σιγανό, χαμηλόφωνο κελάηδημα.

[σιγο- + κελάηδημα, κελάηδισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγοκελαηδώ [siγokel(ai)δó] & -άω Ρ10.1α : κελαηδώ χαμηλόφωνα.

[σιγο- + κελαηδώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγοκλαίω [siγokléo] Ρ (βλ. και κλαίω) πρτ. σιγόκλαιγα, αόρ. σιγόκλαψα, απαρέμφ. σιγοκλάψει : κλαίω χωρίς λυγμούς, ήσυχα και χαμηλόφωνα.

[σιγο- + κλαίω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγομουρμουρίζω [siγomurmurízo] Ρ2.1α : λέω κτ. πάρα πολύ χαμηλόφωνα, μουρμουρίζω πολύ σιγά.

[σιγο- + μουρμουρίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγοτραγούδισμα το [siγotraγúδizma] Ο49 : σιγανό, χαμηλόφωνο τραγούδισμα.

[σιγο- + τραγούδισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγοτραγουδώ [siγotraγuδó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : τραγουδώ χαμηλόφωνα.

[σιγο- + τραγουδώ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγουράδα η [siγuráδa] Ο25α : (προφ.) η σιγουριά.

[σίγουρ(ος) -άδα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες