Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σιγματικός -ή -ό [siγmatikós] Ε1 : (γραμμ.) ~ αόριστος, που τον χαρακτηρίζει η παρουσία του [s], π.χ. έλυσα, έσκυψα.
[λόγ. < γαλλ. sigmatique ή γερμ. sigmatisch < αρχ. σιγματ- (σίγμα) -ique, -isch = -ικός]