Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σιγαλιά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιγαλιά η [siγalá] Ο24 : απόλυτη ησυχία, απουσία κάθε θορύβου, ιδίως κατά τη διάρκεια της νύχτας: T΄ αηδόνι τραγουδούσε γλυκά μέσα στη ~.

[σιγαλ(ός) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες