Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σιάξιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σιάξιμο το [sxáksimo] Ο50 : (προφ.) η τακτοποίηση, η διόρθωση.

[σιαξ- (σιάζω, σιάχνω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go