Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σηροτρόφος ο [sirotrófos] Ο18 : αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με την εκτροφή μεταξοσκωλήκων.
[λόγ. < ελνστ. σήρ `μεταξοσκώληκας΄ -ο- + -τρόφος απόδ. γαλλ. sériciculteur]



