Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σημερινός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σημερινός -ή -ό [simerinós] Ε1 : 1. που υπάρχει, παρουσιάζεται ή γίνεται κατά την παρούσα ημέρα. ANT χθεσινός, αυριανός: H σημερινή γιορ τή. Tα αυγά είναι σημερινά. Έχεις σημερινή εφημερίδα; 2. που ανήκει ή που αναφέρεται στη σύγχρονη εποχή: Οι σημερινές κοινωνίες. Οι σημερινοί νέοι. H σημερινή κατάσταση. (έκφρ.) δεν είμαστε σημερινοί, νέοι και άπειροι.

[ελνστ. σημερινός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες