Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σημασιολογικός -ή -ό [simasiolojikós] Ε1 : (γλωσσ.) που αναφέρεται στη σημασιολογία: H θεωρία των σημασιολογικών πεδίων / των σημασιολογικών αξιωμάτων. || Σημασιολογικό δάνειο*. ~ δανεισμός.
σημασιολογικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < γερμ. semasiologisch < Semasiolog(ie) = σημασιολογ(ία) -isch = -ικός]



