Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σηκωμός ο [sikomós] Ο17 : 1. η ενέργεια του σηκώνω, κυρίως στην έκφραση σηκωμό δεν έχω / δεν έχω σηκωμό, δε θέλω να σηκωθώ ή να μετακινηθώ από τη θέση στην οποία βρίσκομαι: Kάθισε και σηκωμό δεν είχε, δεν έλεγε να φύγει. Σηκωμό δεν έχει το πρωί, δεν μπορεί εύκολα να ξυπνήσει και να σηκωθεί από το κρεβάτι. 2. ξεσηκωμός.
[σηκώ(νω) -μός]



