Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σετ το [sét] Ο (άκλ.) : I. τμήμα ενός αγώνα τένις, πιγκ πογκ ή βόλεϊ, που λήγει με τη συμπλήρωση ορισμένων πόντων. II. σύνολο από παρόμοια πράγματα, από πράγματα που πάνε μαζί και που αποτελούν ένα σύνολο στη χρήση και στην εμφάνιση: Ένα ~ μπάνιου. ~ από πετσέτες / από κατσαρόλες. Ένα ~ κοσμήματα.
σετάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. II. [λόγ. < αγγλ. set]



