Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σετ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σετ το [sét] Ο (άκλ.) : I. τμήμα ενός αγώνα τένις, πιγκ πογκ ή βόλεϊ, που λήγει με τη συμπλήρωση ορισμένων πόντων. II. σύνολο από παρόμοια πράγματα, από πράγματα που πάνε μαζί και που αποτελούν ένα σύνολο στη χρήση και στην εμφάνιση: Ένα ~ μπάνιου. ~ από πετσέτες / από κατσαρόλες. Ένα ~ κοσμήματα. σετάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. στη σημ. II.

[λόγ. < αγγλ. set]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες