Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερμπέτι το [serbéti] Ο44 : είδος πολύ γλυκού και αρωματικού αναψυκτικού. || για κτ. υπερβολικά γλυκό: ~ τον έκανες τον καφέ.
[τουρκ. şerbet (από τα αραβ.) -ι]