Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σεργιανίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεργιανίζω [serjanízo] Ρ2.1α & σεργιανάω [serjanáo] Ρ10.1α : (οικ.) κάνω σεργιάνι, βγαίνω βόλτα. || γυρίζω στους δρόμους χωρίς συγκεκριμένο σκοπό.

[σεργιάν(ι) -ίζω· σεργιαν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. σεργιανισ-]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go