Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σερβιέτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σερβιέτα η [serviéta & servjéta] Ο25 : αντικείμενο από απορροφητικό υλικό, συνήθ. με αυτοκόλλητη ταινία, που τη χρησιμοποιούν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της έμμηνης ρύσης. σερβιετάκι το YΠΟKΟΡ σερβιέτα μικρού μεγέθους για καθημερινή χρήση.

[λόγ. < γαλλ. serviett(e) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες