Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σερβίρισμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σερβίρισμα το [servírizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σερβίρω: Πιατέλα / κουτάλα σερβιρίσματος. Tο γεύμα άρχισε με το ~ των ορεκτικών. Tο ~ των καλεσμένων έγινε γρήγορα και μεθοδικά.

[σερβιρισ- (σερβιρίζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go