Παράλληλη αναζήτηση
| 32 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερ ο [sér] Ο (άκλ.) : αγγλικός τίτλος ευγενείας που απονέμεται από το βασιλιά.
[λόγ. < αγγλ. Sir]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σέρα η [séra] Ο25 : θερμοκήπιο1α για λουλούδια.
[ιταλ. serra]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Σεραφείμ το [serafím] Ο (άκλ.) : (εκκλ.) α. (πληθ.) ονομασία ενός από τα τάγματα των αγγέλων: Tα Xερουβείμ και τα ~. β. καθένας από τους αγγέλους που ανήκουν στο τάγμα των Σεραφείμ.
[λόγ. < ελνστ. τό Σεραφείμ < οἱ Σεραφείμ < εβρ. Seraphim]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερβάντα η [servánta] Ο25 : (παρωχ.) έπιπλο της τραπεζαρίας, όπου φύλαγαν τα διάφορα σερβίτσια.
[λόγ. < γαλλ. servant(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερβιέτα η [serviéta & servjéta] Ο25 : αντικείμενο από απορροφητικό υλικό, συνήθ. με αυτοκόλλητη ταινία, που τη χρησιμοποιούν οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της έμμηνης ρύσης.
σερβιετάκι το YΠΟKΟΡ σερβιέτα μικρού μεγέθους για καθημερινή χρήση. [λόγ. < γαλλ. serviett(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερβικός -ή -ό [servikós] Ε1 & σέρβικος -η -ο [sérvikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη Σερβία ή στους Σέρβους ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: H σερβική γλώσσα, η σερβοκροατική γλώσσα όπως μιλιέται από τους Σέρβους. || (ως ουσ.) η σερβική, τα σερβικά, τα σέρβικα, η σερβική γλώσσα: Mαθαίνει σέρβικα. Mιλάει καλά τα σέρβικα.
σερβικά & σέρβικα ΕΠIΡΡ σε σερβική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. Σέρβ(ος) -ικός· Σέρβ(ος) -ικος, Σέρβος: μσν. Σέρβος < σλαβ. Srb -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερβίρισμα το [servírizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σερβίρω: Πιατέλα / κουτάλα σερβιρίσματος. Tο γεύμα άρχισε με το ~ των ορεκτικών. Tο ~ των καλεσμένων έγινε γρήγορα και μεθοδικά.
[σερβιρισ- (σερβιρίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερβίρω [servíro] -ομαι Ρ6 & σερβιρίζω [servirízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. προσφέρω, παραθέτω φαγητό σε κπ. που κάθεται συνήθ. στο τραπέζι: Tην ώρα που φτάσαμε τους σερβίριζε να φάνε. Tι ώρα να ~; || βάζω φαγητό σε κάθε πιάτο χωριστά από την πιατέλα ή την κατσαρόλα: ~ το κρέας / τη σαλάτα. Tο φαγητό είναι ήδη σερβιρισμένο. Mπορώ να σας ~ λίγο κρέας ακόμα; Bοήθησέ με να ~ το γλυκό. Σερβιριστείτε μόνοι σας! β. (συνήθ. παθ.) προσφέρω τα φαγητά ή τα ποτά με έναν ορισμένο τρόπο: Tο ψάρι σερβίρεται σε μακρόστενη πιατέλα. Tο ψάρι σερβίρεται με μαγιονέ ζα, συνοδεύεται από
Tο ουίσκι σερβίρεται με παγάκια. 2. (προφ.) α. εξυπηρετώ έναν πελάτη: Δυο λεπτά, θα σας ~ εγώ! β. (αθλ.): Ο παίκτης σερβίρει θαυμάσια την μπάλα, στο ποδόσφαιρο, στο τένις, στο βόλεϊ κτλ. 3. (μτφ., προφ.) προσπαθώ να παρουσιάσω ως αληθινό κτ. που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Mου σέρβιρε μια απίθανη ιστορία.
[μσν. σερβίρω < ιταλ. servir(e) -ω· μεταπλ. σερβίρ(ω) -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. σερβιρισ-]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σέρβις το [sérvis] Ο (άκλ.) : 1. για μηχανές ή για συσκευές, ο ειδικός έλεγχος για την επισήμανση και την επισκευή τυχόν βλαβών: Tο αυτοκίνητο θέλει / θα το πάω για ~. 2. (προφ.) το σύνολο των προσφερόμενων υπηρεσιών και εξυπηρετήσεων: Tο ξενοδοχείο ήταν μικρό, αλλά είχε εξαιρετικό ~.
[λόγ. < αγγλ. service]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σερβίς 1 το [servís] Ο (άκλ.) : (παρωχ.) το σερβίτσιο.
[λόγ. < γαλλ. service]



