Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σεξολόγος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεξολόγος ο [seksolóγos] Ο18 θηλ. σεξολόγος [seksolóγos] Ο35 : επιστήμονας που έχει ειδικευτεί στη σεξολογία.

[λόγ. < αγγλ. sexologist (-logist = -λόγος)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go