Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σεξισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεξισμός ο [seksizmós] Ο17 : διάκριση με βάση το φύλο, όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από το φεμινιστικό κίνημα για να δηλώσει την εξουσιαστική τάση των ανδρών πάνω στις γυναίκες και τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, ως απόρροια της ανδροκρατικής νοοτροπίας.

[λόγ. < αγγλ. sexism (-ism = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go