Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σενάριο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σενάριο το [senário] Ο40 : 1. η γραπτή μορφή ενός κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου, που εκτός από την υπόθεση και τους διαλόγους περιέχει και όλες τις οδηγίες για τους τεχνικούς και για τους ηθοποιούς. 2. (μτφ.) διαδικασία που εξελίσσεται σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο: Kυκλοφορούν διάφορα σενάρια σχετικά με τον προσεχή κυβερνητικό ανασχηματισμό.

[λόγ. < ιταλ. scenario]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεναριογράφος ο [senarioγráfos] Ο18 θηλ. σεναριογράφος [senarioγrá fos] Ο35 : αυτός που γράφει σενάρια, ο συγγραφέας σεναρίων.

[λόγ. σενάρι(ο) -ο- + -γράφος μτφρδ. αγγλ. script-writer· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go