Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σεμνοπρεπής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεμνοπρεπής -ής -ές [semnoprepís] Ε10 : ο σεμνός, σε ύφος μάλλον επιτηδευμένο. σεμνοπρεπώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. σεμνοπρεπής `με επίσημο ύφος΄, σεμνοπρεπῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go