Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σελάχι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σελάχι 1 το [seláxi] & σαλάχι το [saláxi] Ο44 : γενική ονομασία ψαριών που ανήκουν στο ίδιο γένος, έχουν σώμα πεπλατυσμένο και θωρακικά πτερύγια σαν μεγάλα φτερά που ανοίγουν και περιβάλλουν το κεφάλι.

[αρχ. σελάχιον (υποκορ. του σέλαχος)· υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σελάχι 2 το & σιλάχι το [siláxi] Ο44 : δερμάτινη ζώνη των παλαιών φουστα νελοφόρων με διάφορες θήκες και πτυχές, κατάλληλη για την ανάρτηση των όπλων τους.

[τουρκ. silâh `όπλο΄ (από τα αραβ.) και τροπή [si > se] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go