Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σεισμοπαθής -ής -ές [sizmopaθís] Ε10 : για άνθρωπο που έχει πληγεί από σεισμούς· σεισμόπληκτος1. || για περιοχή η οποία δοκιμάζεται συχνά από σεισμούς.
[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -παθής]



