Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σεισμογενής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεισμογενής -ής -ές [sizmojenís] Ε10 : 1. που δημιουργήθηκε από σεισμό: Σεισμογενή νησιά. 2. αντί του σεισμογόνος, χαρακτηρισμός περιοχής με υψηλό δείκτη σεισμικών δονήσεων.

[λόγ. σεισμ(ός) -ο- + -γενής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go