Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σεβάσμιος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σεβάσμιος -α -ο [sevázmios] Ε6 : για άνθρωπο που εμπνέει το σεβασμό, λόγω της πολύ προχωρημένης ηλικίας του: ~ γέροντας. Ήταν μια σεβάσμια μορφή.

[λόγ. < ελνστ. σεβάσμιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες