Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σβόλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σβόλος ο [zvólos] Ο18 : μικρή μάζα ξεραμένης λάσπης από χώμα: Σπάω τους σβόλους με τη σβάρνα. || (επέκτ.): H κρέμα έχει σβόλους. σβολάκι το YΠΟKΟΡ.

[< βόλος με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. πληθ. (και το αόρ. άρθρο) και ανασυλλ. [tus-vo > tuzvo > tus-zvo] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go