Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαχλαμάρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχλαμάρα η [saxlamára] Ο25 : λόγος ή πράξη που θεωρείται ανόητη, που δείχνει έλλειψη σοβαρότητας: Άσε τις σαχλαμάρες. || χαρακτηρισμός του αποτελέσματος μιας εργασίας πολύ κατώτερης από το κοινά αποδεκτό: ~ είναι αυτό που έφτιαξες; σαχλαμαρίτσα η YΠΟKΟΡ.

[σαχλ(ός) -αμάρα· σαχλαμάρ(α) -ίτσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχλαμαράκιας ο [saxlamarákas] Ο3 πληθ. σαχλαμαράκηδες : ο σαχλαμάρας.

[σαχλαμάρ(α) -άκιας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαχλαμάρας ο [saxlamáras] Ο3 : (οικ.) αυτός που λέει ή κάνει σαχλαμάρες· άνθρωπος ανόητος, που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά· σάχλας, σαχλαμαράκιας.

[σαχλαμάρ(α) -ας]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες