Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σατραπισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σατραπισμός ο [satrapizmós] Ο17 : συμπεριφορά αυταρχική, σκληρή και βίαιη.

[λόγ. σατράπ(ης) -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες