Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σατράπης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σατράπης ο [satrápis] Ο10 θηλ. σατράπισσα [satrápisa] Ο27 στη σημ. 2 : 1. (ιστ.) ο διοικητής της σατραπείας. 2. (μτφ.) άνθρωπος αυταρχικός, σκληρός και βίαιος.

[λόγ.: 1: αρχ. σατράπης· 2: σημδ. γαλλ. satrape < αρχ. σατράπης· λόγ. σατράπ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go