Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σατιρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σατιρίζω [satirízo] -ομαι Ρ2.1 : διακωμωδώ με σάτιρα: Σατιρίζει με τα σκίτσα του τους πολιτικούς.

[λόγ. < γαλλ. satiriser < satir(e) = σάτιρ(α) -iser = -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες