Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σασπένς
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σασπένς το [saspéns] Ο (άκλ.) : σε ένα κινηματογραφικό έργο και με επέκταση σε ένα θέαμα, μια διήγηση κτλ., η αγωνιώδης αβεβαιότητα, η προσμονή ότι κτ. περίεργο ή δυσάρεστο θα συμβεί: Ο Xίτσκοκ είναι ο μετρ του ~.

[λόγ. < αγγλ. suspense]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go