Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρκαστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρκαστής ο [sarkastís] Ο7 : αυτός που αντιμετωπίζει πρόσωπα και καταστάσεις με σαρκαστική διάθεση, αυτός που συνηθίζει να σαρκάζει.

[λόγ. σαρκασ- (σαρκάζω) -τής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες