Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαρανταριά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαρανταριά η [sarandarjá] Ο24 : καμιά ~, περίπου σαράντα: Στην αίθουσα ήταν καμιά ~ άνθρωποι.

[μσν. σαρανταριά < σαράντ(α) -αριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες