Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαραντάρης ο [sarandáris] Ο11 θηλ. σαραντάρα [sarandára] Ο25α : I. για πρόσωπο που έχει ηλικία (περίπου) σαράντα χρόνων: Mια ωραία σαραντάρα. H γενιά των σαραντάρηδων βρίσκεται στο προσκήνιο. || (ως επίθ.) σαραντάχρονος: Σαραντάρα γυναίκα. II. (θηλ.) λαμπτήρας με ισχύ σαράντα βατ.
[σαράντ(α) -άρης· σαραντάρ(ης) -α]