Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαραντάμερο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαραντάμερο το [sarandámero] Ο41 & σαρανταήμερο το [sarandaímero] Ο40 : χρονικό διάστημα σαράντα ημερών. α. οι σαράντα ημέρες της νηστείας πριν από τα Xριστούγεννα. β. (προφ.) μνημόσυνο που γίνεται με τη συμπλήρωση σαράντα ημερών από το θάνατο κάποιου.

[σαράντα + μέρ(α), ημέρ(α) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες