Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαρακοφαγωμένος -η -ο [sarakofaγoménos] Ε3 : για ξύλο ή κατασκευή από ξύλο που φαγώθηκε από το σαράκι: Σαρακοφαγωμένη πόρτα.
[σαράκ(ι) -ο- + φαγωμένος μππ. του τρώω]



