Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαπιοκάραβο το [sapxokáravo] Ο41 : μειωτικός χαρακτηρισμός για καράβι πολύ παλιό, που δεν έχει συντηρηθεί καλά, για καράβι που έχει υποστεί μεγάλες φθορές από το χρόνο.
[σάπι(ος) -ο- + καράβ(ι) -ο]



