Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαπίλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαπίλα η [sapíla] Ο25α : 1. η κατάσταση σήψης καθώς και η δυσάρεστη οσμή που αναδίδεται από κτ. που έχει σαπίσει. 2. (μτφ.) ηθική διαφθορά: H ~ της κοινωνίας.

[σάπ(ιος) -ίλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες