Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σανός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σανός ο [sanós] Ο17 πληθ. τα σανά & σανό το [sanó] Ο38 : αποξηραμένο χόρτο το οποίο συνήθ. έχουν θερίσει πριν ωριμάσει τελείως και το οποίο προορίζεται για τροφή των ζώων. ΦΡ τρώω σανό, είμαι βλάκας, ξεγελιέμαι εύκολα: Δεν τρώω σανό εγώ!

[σλαβ. seno και μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ. ( [e > a] ;)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go