Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σανσκριτικός -ή -ό [sanskritikós] Ε1 : (γλωσσ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην αρχαία ινδική γλώσσα: Σανσκριτικές λέξεις. Σανσκριτικά κείμενα, γραμμένα στη σανσκριτική γλώσσα. || (ως ουσ.) τα σανσκριτικά, η σανσκριτική, η αρχαία ινδική γλώσσα.
[λόγ. < αγγλ. sanskrit (από τα σανσκρ.: `καλλιεργημένος΄) -ικός]



