Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαμπρέλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαμπρέλα η [sambréla] Ο25 : ο αεροθάλαμος του τροχού ενός οχήματος, ένα είδος κυκλικού ελαστικού σωλήνα που τοποθετείται στη ζάντα και φέρει μια βαλβίδα για να φουσκώνει με αέρα. || η σαμπρέλα της μπάλας.

[γαλλ. chambre à air με ανομ. [r-r > r-l] και αποφυγή της χασμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go