Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαμπανιέρα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαμπανιέρα η [sampanéra] Ο25α : επιτραπέζιο σκεύος, συνήθ. μεταλλικό, το οποίο περιέχει κομμάτια πάγου και μέσα στο οποίο τοποθετείται το μπουκάλι της σαμπάνιας ή του κρασιού, για να διατηρείται κρύο το περιεχόμενό του.

[σαμπάν(ια) -ιέρα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go