Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαμουράι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαμουράι ο [samurái] Ο (άκλ.) : ευγενής πολεμιστής της φεουδαρχικής Iαπωνίας.

[λόγ. < αγγλ. samurai (από τα ιαπων.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go