Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλτιμπάγκος ο [saltibáŋgos] Ο18 : πλανόδιος ακροβάτης, θαυματοποιός και γελωτοποιός. || μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο με συμπεριφορά γελοία και αναξιοπρεπή: Kατάντησε ~ της πολιτικής.
[ιταλ. saltimbanco -ς (< φρ. salt(are) in banco `ακροβάτης, που πηδάει στον πάγκο΄)]



