Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαλπιγκτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλπιγκτής ο [salpiŋgtís] Ο7 : στρατιώτης που μεταδίδει παραγγέλματα με τη σάλπιγγα.

[λόγ. < αρχ. σαλπιγκτής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go