Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαλοκουζίνα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλοκουζίνα η [salokuzína] Ο25 : ενιαίος χώρος σπιτιού διαμορφωμένος έτσι ώστε να χρησιμοποιείται ως σαλόνι και ως κουζίνα: Γκρέμισε το μεσότοιχο και η κουζίνα με το καθιστικό έγιναν ~. Πολλά καινούρια διαμερίσματα, αντί για ξεχωριστό σαλόνι και κουζίνα, έχουν ~.

[λόγ. σάλ(α) -ο- + κουζίνα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go