Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλοκουζίνα η [salokuzína] Ο25 : ενιαίος χώρος σπιτιού διαμορφωμένος έτσι ώστε να χρησιμοποιείται ως σαλόνι και ως κουζίνα: Γκρέμισε το μεσότοιχο και η κουζίνα με το καθιστικό έγιναν ~. Πολλά καινούρια διαμερίσματα, αντί για ξεχωριστό σαλόνι και κουζίνα, έχουν ~.
[λόγ. σάλ(α) -ο- + κουζίνα]