Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σαλιάρης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλιάρης -α -ικο [saláris] Ε9 : που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα σάλια του, που του τρέχουν τα σάλια από το στόμα: Ένας ~ γέρος. Σαλιάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Πάρ΄ το από δω το σαλιάρικο!

[σάλ(ιο) -ιάρης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go