Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σαλατικό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σαλατικό το [salatikó] Ο38 : γενική ονομασία για κάθε λαχανικό το οποίο είναι κατάλληλο για σαλάτα. || η σαλάτα1.

[σαλάτ(α) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες