Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαλίγκαρος ο [salíŋgaros] Ο20 : 1. μεγάλο σαλιγκάρι. 2. πορεία με την όπισθεν σε προκαθορισμένη διαδρομή, η οποία είχε σχήμα οφιοειδές και αποτελούσε μέρος των εξετάσεων για την απόκτηση διπλώματος οδήγησης.
[σαλιγκάρ(ι) μεγεθ. -ος]



