Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σακούλιασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σακούλιασμα το [sakúlazma] Ο49 : (προφ.) το αποτέλεσμα του σακουλιάζω.

[σακουλιασ- (σακουλιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες